Γιατὶ ἂν καὶ εἶμαι Κρητικός, ἑρμηνεύω Μικρασιάτικα τραγούδια ? Μία ἐξήγηση κείμενο ἀπὸ τὸ ἔνθετο τοῦ CD μου «Ρουμπίνι καὶ Ζαφείρι μου, Μικρασιάτικα τραγούδια».
«Ἀπ' ὅ,τι κάλλη ἔχει ἄνθρωπος, τὰ λόγια ἔχουν τὴ χάρη
νὰ κάμουσι κάθε καρδιὰ παρηγοριὰ νὰ πάρη·
κι ὁποὺ κατέχει νὰ μιλῆ μὲ γνώση καὶ μὲ τρόπο,
κάνει καὶ κλαῖσι καὶ γελοῦν τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπω».
Ἐρωτόκριτος
Δυὸ λόγια ἀπὸ μένα….
Γνωστοὶ μου καὶ ἄγνωστοι, φίλες καὶ φίλοι,
Θὰ ἔχετε ἴσως τὴν ἀπορία πῶς ἕνας ἄνθρωπος γέννημα – θρέμμα τῆς Κρήτης (τὸ Ζουρίδι στὴν ἐπαρχία Ρεθύμνης εἶναι τὸ χωριὸ μου) ἑρμηνεύει Μικρασιάτικα τραγούδια. Ἂν ἤτανε ριζίτικα, λόγος δὲν θὰ ὑπῆρχε. Τὴν ἴδια ὅμως ἀπορία εἶχα κι ἐγώ, καθὼς ρίζες μικρασιάτικες δὲν ἔχω.
Κι ἡ ἀπορία μου λύθηκε ὅταν, πρὶν μῆνες, συνάντησα τυχαῖα μιὰ σοφὴ μάγισσα, ἀνεράϊδα θαρρῶ πὼς ἤτανε, σ'ἕνα μαγευτικὸ τοπίο τῆς Κρήτης.
Κι ἀφοῦ τὴ μάγεψα πρῶτα – χωρὶς νὰ τὸ θέλω – μὲ τὰ τραγούδια μου στὸ «ὣριο περβόλι» ποὺ βρισκόμασταν, πρὸς τὰ ξημερώματα τῆς ζήτησα νὰ μοῦ πεῖ, νὰ μοῦ μιλήσει γιὰ τὸ:
«ἀκατάστατο ριζικὸ μου, ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχει,
μὰ ἐπὰ κ'ἐκεῖ σὰν πελελὸ περιπατεῖ καὶ τρέχει».
Τῆς ζήτησα νὰ μοῦ ἐξηγήσει γιατὶ τὸ ριζικὸ μου:
«ὅντε στὰ ὕψη μὲ πετᾶ, τὰ χαμηλὰ γυρεύγει
κι ὅντε μοῦ δείχνει τὸ γλυκύ, τότες μὲ φαρμακεύγει».
Κι ἡ μαγεμένη μάγισσα ἀκοῦστε ἴντα μοῦ λέει:
«Σὲ περαζόμενους καιρούς, σὲ χρόνια δοξασμένα,
ἤσουν ἀπ' τ' ἀρχοντόπουλα κεῖνα τοῦ Βυζαντίου,
ποὺ ‘ρθανε καὶ κατώκησαν στὴν ξακουσμένη Κρήτη.
Ἀπὸ ‘κειὰ κρατεῖ τὸ ριζικὸ κι ἡ ἀρχοντικὴ μορφὴ σου,
ἀπὸ ‘κειὰ καὶ τὰ τραγούδια σου κι ἡ ἀγγελικὴ φωνὴ σου».
Εὐχαρίστησα τὴ μάγισσα ποὺ μ ‘εἴχενε μαγέψει
μὲ τὴ θωριά, μὲ τὴ μορφή, μὲ τὰ σοφὰ τὰ λόγια.
Καὶ στ' ἀποδιαφωτίσματα λόγια γκαρδιακὰ τῆς λέω:
Ἂσ μὲ παιδεύτρα τοῦ κορμιοῦ καὶ μάγισσα τσ' ἀγάπης
νὰ φύγω καὶ νὰ ξοριστῶ εἰς στ' ἐδικοὺς μου τόπους.
Φεύγω, ἀποχαιρετῶ τηνε, ἕνα φιλὶ τῆς δίδω,
τραγούδι ὅπως τῆς ἔπρεπε τσὴ τραγουδῶ πανώριο
κι ἐκουζουλάθηκε κι αὐτὴ κι ἐγὼ ‘χασα τὸ νοῦ μου...
Σήμερα, σ ‘ἄλλες ἐποχὲς καὶ στὴν παντέρμη Κρήτη,
λέω καὶ τραγουδῶ συχνὰ τραγούδια τοῦ καιροῦ μου.
καὶ ὅπως τὰ παρέλαβα, θέλω τὰ παραδώσω
σ' ἀνθρώπους ποὺ'χουνε καρδιά, τὴ λεβεντιὰ περίσσια,
γιὰ νὰ θυμοῦνται, νὰ τιμοῦν «χώματα ματωμένα».